ακατάσχετος

ακατάσχετος
-η, -ο (Α ἀκατάσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει
«ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία»
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση τού δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε κατάσχεση
2. το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, το ακατάσχετον
«το ακατάσχετον τού μισθού».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατέχω.
ΠΑΡ. ἀκατασχεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάσχετος — not to be checked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάσχετος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί: Έπαθε μια ακατάσχετη αιμορραγία. 2. αυτός που δεν επιτρέπεται να κατασχεθεί: Ο μισθός είναι ακατάσχετος. 3. το ουδ. ως ουσ., το ακατάσχετο η ιδιότητα του ακατάσχετου: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατασχέτω — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασχέτως — ἀκατάσχετος not to be checked adverbial ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάσχετον — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc sg ἀκατάσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασχέτοις — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασχέτου — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασχέτους — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασχέτων — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασχέτῳ — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”